ρηγλίζω

ρηγλίζω
Ν [ρήγλα]
1. ισιώνω με τη ρήγλα την επιφάνεια των μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών
2. (κατ' επέκτ.) γεμίζω ένα δοχείο μέχρι τα χείλη («να ρηγλίσω τρία πιθάρια, να μεθούν τα παληκάρια», δημ. τραγούδι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”